πολυωνύμου

πολυωνύμου
πολυώνυμος
Mém. Miss. Arch. Perse
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυώνυμος — η, ο / πολυώνυμος, ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα 2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμο α) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • πηλίκο — Αν α είναι φυσικός αριθμός και β φυσικός αριθμός διάφορος από το μηδέν, τότε [όπως αποδεικνύεται] υπάρχει ένας (και μόνος) π και ένας (και μόνος) υ με 0 < υ < β 1, έτσι ώστε να ισχύει: α=β.π+υ. Αυτός ο μοναδικός π ονομάζεται: το πηλίκο του… …   Dictionary of Greek

  • мъногоименитыи — (11) пр. Имеющий много названий, имен; распространенный: наречени быша марки˫ане. ˫ако ѿ марки˫ана трапезьника. бывъша въ лѣта иѹстини˫ана. и ѹстина новааго. подвизааше же сѧ написаниѥмь на мъногоименитѹю сию ересѹ. (πολυωνύμου) КЕ XII, 2856;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • πολυωνυμία — η, ΝΑ, και ποιητ. τ. πολυωνυμίη Α [πολυώνυμος] η ιδιότητα τού πολυωνύμου, το να έχει κανείς πολλά ονόματα, η πληθώρα ονομάτων …   Dictionary of Greek

  • υπερελλειπτικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερελλειπτικό ολοκλήρωμα» μαθημ. περίπτωση ελλειπτικού ολοκληρώματος στο οποίο ο βαθμός τού πολυωνύμου είναι ίσος ή μεγαλύτερος από 5. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ελλειπτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”